Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Δίσκος της Φαιστού.

Ο Δίσκος της Φαιστού είναι ένα αρχαιολογικό εύρημα από την Μινωική πόλη της Φαιστού στη νότια Κρήτη και χρονολογείται πιθανώς στον 17ο αιώνα π.Χ.. Αποτελεί ένα από τα γνωστότερα μυστήρια της αρχαιολογίας, αφού ο σκοπός της κατασκευής του και το νόημα των όσων αναγράφονται σε αυτόν παραμένουν άγνωστα.
Ο δίσκος ανακαλύφθηκε στις 3 Ιουνίου 1908 από τον Ιταλό αρχαιολόγο Λουΐτζι Περνιέ και φυλάσσεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.

Ο δίσκος της Φαιστού ανακαλύφθηκε στο υπόγειο του δωματίου XL-101 του Μινωικού παλατιού της Φαιστού, κοντά στην Αγία Τριάδα, στη νότια Κρήτη. Ο Ιταλός αρχαιολόγος Luigi Pernier ανάκτησε αυτό τον εντυπωσιακά άθικτο "δίσκο", περίπου 15 εκατ. στη διάμετρο και ομοιόμορφα μόλις πάνω από 1 εκατ. στο πάχος, στις 3 Ιουλίου 1908.

Ο δίσκος είναι φτιαγμένος από πηλό. Η μέση διάμετρός του είναι 16 εκατοστά και το μέσο πάχος του 2.1 εκατοστά. Στις δύο όψεις του βρίσκονται 45 διαφορετικά σύμβολα, πολλά από τα οποία αναπαριστούν εύκολα αναγνωρίσιμα αντικείμενα, όπως ανθρώπινες μορφές, ψάρια, πουλιά, έντομα, φυτά κ.α. Συνολικά υπάρχουν 241 σύμβολα, 122 στην 1η πλευρά και 119 στη 2η, τοποθετημένα σπειροειδώς. Τα σύμβολα είναι χωρισμένα σε ομάδες με τη χρήση μικρών γραμμών που κατευθύνονται προς το κέντρο του δίσκου.

Ο δίσκος έχει κεντρίσει τη φαντασία πολλών αρχαιολόγων, επαγγελματιών και μη, και έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες αποκρυπτογράφησής του. Έχουν προταθεί πάρα πολλές ερμηνείες του κειμένου του, όπως ότι πρόκειται για προσευχή, για τη διήγηση μίας ιστορίας, για ένα γεωμετρικό θεώρημα, για ημερολόγιο κ.α..
Παρόλα αυτά η επιστημονική κοινότητα δεν έχει αποδεχθεί καμία από τις προτεινόμενες αποκρυπτογραφήσεις και ο δίσκος παραμένει ένα άλυτο μυστήριο.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Μια νέα δυναμική.

Μια νέα δυναμική για επίλυση του κυπριακού προβλήματος με ενεργό ανάμιξη του διεθνούς παράγοντα δημιουργήθηκε με την αίτηση εισδοχής της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καταβλήθηκαν τότε προσπάθειες από πολλές πλευρές να λυθεί το Κυπριακό πριν την ένταξη στην Ε.Ε., ώστε να μπει η Κύπρος ενωμένη στην Ενωμένη Ευρώπη. Αποκορύφωμα των προσπαθειών αυτών υπήρξε το σχέδιο που εκπόνησε ο ΟΗΕ, γνωστό ως Σχέδιο Ανάν. Το Σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους με δύο ομόσπονδα κρατίδια, τον ελληνοκυπριακό Νότο και τον τουρκοκυπριακό Βορρά. Η εξουσία στην ομοσπονδία θα μοιραζόταν ανάμεσα στις δύο κοινότητες με ένα πολύπλοκο σχήμα και ο Πρόεδρος θα εναλλασσόταν ανά 20 μήνες, ενώ στο νομοθετικό σώμα οι δύο κοινότητες θα εκπροσωπούνταν ισοδύναμα. Το σχέδιο προέβλεπε αυστηρούς περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης μελών της εκάστοτε κοινότητας στο κρατίδιο της άλλης, προκειμένου να μην αλλοιωθεί η πληθυσμιακή καθαρότητα του κάθε κρατιδίου. Το σχέδιο υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 2004 σε δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα, εγκρίθηκε από την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά απορρίφθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων η οποία συντάχθηκε με την δημόσια τοποθέτηση του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου ότι το Σχέδιο θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα την υποκαθιστούσε με ένα αμφιβόλου βιωσιμότητας μόρφωμα. Παράλληλα όμως καταγγέλθηκε εκστρατεία παραπληροφόρησης και συκοφάντησης εκ μέρους του Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, άλλων κορυφαίων πολιτικών και μερίδας του τύπου κατά των υποστηρικτών του Σχεδίου Ανάν, ότι δήθεν είχαν λάβει χρήματα από τις ΗΠΑ για να στηρίξουν το σχέδιο και ότι ήταν προδότες.

Μετά από αυτή την εξέλιξη το διεθνές ενδιαφέρον έχει εμφανώς ατονήσει. Ωστόσο το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλέον πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ συγχρόνως η Τουρκία διεκδικεί κι αυτή τη συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει καταστήσει το κυπριακό πρόβλημα εσωτερικό ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απρόβλεπτες συνέπειες.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

τρεις Μητροπολίτες

οι τρεις Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου, ο Κιτίου Άνθιμος, ο Κυρηνείας Κυπριανός και ο Πάφου Γεννάδιος καθαίρεσαν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο από το εκκλησιαστικό του αξίωμα, επειδή σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες δεν επιτρέπεται οι ιεράρχες να κατέχουν και πολιτειακό αξίωμα. Υποστηρίζεται ότι η κίνηση αυτή είχε τη στήριξη της Αθήνας. Ο Μακάριος τότε με τη σειρά του συγκάλεσε Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο, στην οποία πήραν μέρος 13 προκαθήμενοι ορθοδόξων εκκλησιών μεταξύ άλλων από τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, η οποία αποκατέστησε τον Μακάριο και καθαίρεσε τους τρεις Μητροπολίτες στις 14 Ιουλίου του 1973.

Technorati Profile

Μετά την κλιμάκωση

Μετά την κλιμάκωση της έντασης με την τουρκική επίθεση τον Αύγουστο του 1964 στην Τυλληρία, τις ταραχές διαδέχτηκε αρχικά σχετική ηρεμία. Στο διάστημα μεταξύ 1964 και 1974 οι περίοδοι των διακοινοτικών εντάσεων εναλλάσσονταν με περιόδους διακοινοτικών συνομιλιών, οι οποίες όμως δεν κατέληγαν σε κάποιο αποτέλεσμα. Ο Μακάριος, όταν έχασε τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς, συνέστησε παραστρατιωτικές ομάδες και τις εξόπλισε με όπλα από την Τσεχοσλοβακία, κάτι που μαθεύτηκε και προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις το 1966 και το 1972, αναγκάζοντάς τον να παραδώσει τον βαρύτερο οπλισμό στις δυνάμεις του ΟΗΕ προς φύλαξιν. Η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση, φοβούμενη επέμβαση της Τουρκίας σε περίπτωση περαιτέρω ενόπλων ταραχών, άλλαξε πολιτική και επέβαλε το 1964 οικονομικές κυρώσεις (εμπάργκο) στους τουρκοκυπριακούς θύλακες περιορίζοντας τη διακίνηση αγαθών. Σκοπός τους ήταν θεωρητικά να αναγκαστούν οι Τουρκοκύπριοι να εγκαταλείψουν την πολιτική απόσυρσης, αλλά στην πράξη δεν οδήγησαν επ' ουδενί σε κάτι τέτοιο. Πάντως στο διάστημα 64-67 αναφέρονται 50-60 νεκροί Τουρκοκύπριοι από επιθέσεις Ελληνοκυπρίων και 15 τουλάχιστον νεκροί Ελληνοκύπριοι από επιθέσεις Τουρκοκυπρίων. Το Νοέμβριο του 1967 ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου δυτικά της Λάρνακας ύστερα από εντάσεις και προκλήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα τον θάνατο 22 Τουρκοκυπρίων και ενός Ελληνοκυπρίου. Η Τουρκία απείλησε να εισβάλει στο νησί και η εισβολή απετράπη μόνο με ανταλλάγματα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Πέρα από τις αδιέξοδες συνομιλίες, η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση δεν έκανε καμιά προσπάθεια σε πρακτικό επίπεδο προσέγγισης του τουρκοκυπριακού στοιχείου.

Σχέδιο Ακρίτας.

Στις 21 Απριλίου 1966 η εφημερίδα "Πατρίς", φιλικά προσκείμενη στο Γεώργιο Γρίβα, δημοσίευσε το απόρρητο "Σχέδιο Ακρίτας", το οποίο φέρεται να είχε εκπονηθεί τα πρώτα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου από τον Υπουργό Εσωτερικών της Κυπριακής Κυβέρνησης Πολύκαρπο Γεωρκάτζη εν γνώσει του Μακάριου. Ο Γεωρκάτζης φέρεται να είχε συστήσει μυστική οργάνωση, της οποίας ηγείτο με το ψευδώνυμο «Ακρίτας» . Το σχέδιο απευθυνόταν στα μέλη της οργάνωσης και η δημοσίευσή του πρέπει να οφείλεται στη διαμάχη Γρίβα-Μακάριου. Η ύπαρξη του σχεδίου αυτού δε διαψεύστηκε (ούτε επιβεβαιώθηκε) από την ελληνοκυπριακή κυβέρνηση. Στην οργάνωση του Γεωρκάτζη φέρεται να ήταν μέλος και ο τωρινός Πρόεδρος της Κύπρου Τάσος Παπαδόπουλος. Το κείμενο ήταν ανάλυση των στόχων της ελληνοκυπριακής πολιτικής και των μεθόδων που έπρεπε να ακολουθηθούν, για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Τελικός στόχος ήταν η Ένωση με την Ελλάδα. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό μετά την υπογραφή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου, θα έπρεπε πρώτα να αποδεσμευθεί η Κύπρος από αυτές τις Συνθήκες. Για να μπορέσει να αποδεσμευθεί η Κύπρος από τις συνθήκες θα έπρεπε να καταδειχθεί ότι η λύση που δόθηκε στο Κυπριακό με τις συνθηκες αυτές δεν ήταν δίκαιη και δεν έλυσε το πρόβλημα. Έπρεπε δηλαδή να προβληθούν και να τονιστούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος και των Συνθηκών. Πολιτειακές δυσλειτουργίες θα εξυπηρετούσαν το σκοπό αυτόν. Σε αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να περάσει προς τη διεθνή κοινότητα η εντύπωση ότι, ενώ η συμβίωση των δύο κοινοτήτων είναι εφικτή, επικρατούσα είναι η ελληνοκυπριακή κοινότητα, η οποία θα ώφειλε να είναι και ο βασικός συνομιλητής. Δεύτερος άμεσος στόχος ήταν, αφού καταδειχθούν οι δυσλειτουργίες του Συντάγματος, να καταστεί δυνατή η τροποποίησή του χωρίς τη συναίνεση ξένων κρατών. Για να γίνει αυτό θα έπρεπε να παρουσιαστεί η τροποποίηση του Συντάγματος ως απόρροια του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών και να μη συνδεθεί με την Ένωση, για να μην προκληθούν αντιδράσεις. Σε πρώτη φάση θα τροποποιούνταν οι διατάξεις που έδιναν δικαίωμα βέτο στους Τουρκοκυπρίους και θα αντικαθίσταντο από εγγυήσεις για τη μειονότητα. Η τελική φάση του σχεδίου προέβλεπε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για την Ένωση με την Ελλάδα. Το σχέδιο αναφέρεται στη χρήση ένοπλης βίας μόνο ως άμυνα στις αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων. Βασικό όμως συμπέρασμα είναι ότι η συνταγματική κρίση ήταν επιθυμητή από τους εμπνευστές του σχεδίου και ότι τα 13 Σημεία του Μακάριου φαίνεται πως δε στόχευαν μόνο στην άρση του πολιτειακού αδιεξόδου, αλλά ήταν μέρος σχεδίου για τον μακροχρόνιο εξοβελισμό του τουρκοκυπριακού στοιχείου απο τη διοίκηση της Κύπρου.

η μεν πρώτη

Η Τουρκία και Ελλάδα ενεπλάκησαν ενεργά στη διαμάχη, η μεν πρώτη με την διενέργεια βομβαρδισμών (η προγραμματιζόμενη εισβολή απετράπη έπειτα από επέμβαση του αμερικανικού παράγοντα λόγω της ανοιχτής στήριξης της ΕΣΣΔ προς τον Μακάριο), η δε δεύτερη με την αποστολή στρατιωτικού σώματος πέραν των όσων προέβλεπαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε από την Ελλάδα την αποστολή επιπλέον στρατού. Η ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, στέλνοντας 5.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του Γρίβα, ο οποίος έτσι τον Ιούνιο του 1964 επέστρεψε στο νησί με τη διστακτικά σύμφωνη γνώμη του Μακάριου και τον Αύγουστο του ίδιου έτους ανέλαβε τη διοίκηση και της Εθνικής Φρουράς. Ο Γρίβας εστάλη, γιατί θεωρήθηκε ότι θα ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να ελέγξει τους παραστρατιωτικούς, πράγμα το οποίο και πέτυχε.

Η πιο σοβαρή κρίση έγινε στις αρχές Αυγούστου του 1964, όταν ελληνικές δυνάμεις και δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν στον τουρκοκυπριακό θύλακα των Κοκκίνων στις βόρειες ακτές του νησιού. Αιτία της επίθεσης ήταν ότι ο παράκτιος θύλακας χρησιμοποιούνταν ως βάση για την εισαγωγή όπλων και μαχητών από την Τουρκία. Η Τουρκία αντέδρασε άμεσα στην επίθεση και η τουρκική Αεροπορία βομβάρδισε ελληνοκυπριακές θέσεις στην Τυλληρία με βόμβες ναπάλμ, καθιστώντας σαφείς τις προθέσεις της σε περίπτωση εμπλοκής. 55 Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν, εκ των οποίων οι 28 πολίτες.

Η αποστολή δυνάμεων του ΟΗΕ για την τήρηση της ανακωσής κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής κατέδειξε ότι το κυπριακό πρόβλημα παρέμενε ενεργό και είχε προσλάβει έναν διεθνή χαρακτήρα, τον οποίο εξακολουθεί να διατηρεί ως τις μέρες μας. Παράλληλα αποτέλεσμα των συγκρούσεων αυτών ήταν η δημιουργία δύο «πράσινων γραμμών» ανάμεσα στις δύο κοινότητες, μιας γεωγραφικής και μιας ψυχολογικής

συνταγματική κρίση

Σύντομα η συνταγματική κρίση επεκτάθηκε σε αιματηρές διακοινοτικές ταραχές, οι οποίες οδήγησαν τους Τουρκοκυπρίους σε πλήρη απομόνωση, απόσυρση σε θύλακες και αποχή από την πολιτική ζωή της χώρας. Το πρώτο επεισόδιο συνέβη στις 21 Δεκεμβρίου 1963, όταν Τουρκοκύπριοι πολίτες συνεπλάκησαν με Ελληνοκύπριους αστυνομικούς στον τουρκοκυπριακό τομέα της Λευκωσίας. Αποτέλεσμα ήταν δύο Τουρκοκύπριοι πολίτες και ένας Ελληνοκύπριος αστυνομικός νεκροί. Πάντως αυτή ήταν η σπίθα για μια από όλους ήδη αναμενόμενη έκρηξη. Στη συνέχεια Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι παραστρατιωτικοί συνέχισαν τις ταραχές, οι οποίες διατήρησαν την ίδια ένταση ως τον Αύγουστο του 1964. Ακριβείς αριθμοί δεν υπάρχουν, ούτε και αντικειμενικές περιγραφές των γεγονότων. Ομάδες και από τις δύο κοινότητες επετίθεντο σε αντίπαλα χωριά και σκότωναν ή έπαιρναν ομήρους. Οργανώθηκαν κατά καιρούς επίσημες ανταλλαγές ομήρων. Κατά την πρώτη στις 26 Δεκεμβρίου 1963 η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση παρέδωσε 545 Τουρκοκύπριους και η τουρκοκυπριακή πλευρά 26 Ελληνοκύπριους. Τον Ιανουάριο του 1964 συνήλθε συνδιάσκεψη στο Λονδίνο για την εξεύρεση λύσης, η οποία όμως απέβη άκαρπη. Για πάνω από έξι μήνες ένοπλες παραστρατιωτικές ομάδες συγκρούονταν και η επέμβαση των κυανοκράνων απέτρεψε πολλές φορές κλιμάκωση της έντασης. Δεύτερο κρίσιμο επεισόδιο θεωρείται αυτό που έγινε στην Αμμόχωστο στις 11 Μαΐου 1964, όταν τρεις Ελλαδίτες αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ και ένας Ελληνοκύπριος αστυνομικός εισήλθαν με ένα τζιπ υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στον τουρκοκυπριακό τομέα της πόλης και επακολούθησε συμπλοκή με Τουρκοκυπρίους, κατά την οποία σκοτώθηκαν ένας αξιωματικός της ΕΛΔΥΚ και ο Ελληνοκύπριος αστυνομικός. Το περιστατικό αυτό έγινε αφορμή να αναζωπυρωθεί η βία και να ενταθούν οι ένοπλες συγκρούσεις και οι απαγωγές. Στο διάστημα αυτό πολλοί Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν τα μεικτά χωριά στα οποία ζούσαν και κατέφυγαν σε θύλακες Τουρκοκυπρίων στο βόρειο μέρος του νησιού. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στο φόβο που προξενούσαν οι ελληνοκυπριακές ένοπλες επιθέσεις εναντίον τους και εν μέρει σε οργανωμένο σχέδιο της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, η οποία με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε να επιτύχει μια de facto διχοτόμηση του νησιού. Οι ένοπλες αυτές ταραχές ενισχύονταν και από τις «ανεύθυνες, ανακριβείς και ιδιαίτερα συναισθηματικές περιγραφές του τοπικού τύπου». Στην αρχή οι βρετανικές δυνάμεις έπαιζαν το ρόλο του διαιτητή, μέχρι να αποστείλει ο ΟΗΕ κυανόκρανους. Τότε χαράχτηκε και για πρώτη φορά η Πράσινη Γραμμή με σκοπό ως νεκρή ζώνη να χωρίσει γεωγραφικά τις δύο κοινότητες, υπό τον φόβο επέμβασης της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης υπέρ των Τουρκοκυπρίων.

Η αμοιβαία έλλειψη

Η αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων οδήγησε σε μια οξύτατη κρίση το 1963-64. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο ελληνοκύπριος πρόεδρος της δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πρότεινε τροποποιήσεις στο σύνταγμα (τα λεγόμενα «13 σημεία»), που αφορούσαν στη διανομή των εξουσιών ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα και θα το καθιστούσαν, κατά την ελληνοκυπριακή άποψη, πιο λειτουργικό και αποτελεσματικό. Οι τροποιήσεις που πρότεινε ο Μακάριος αφαιρούσαν το δικαίωμα βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και γενικώς άλλαζαν το σύστημα από δικοινοτικό (απαιτούνταν ομοφωνία και των δύο κοινοτήτων) σε πλειοψηφικό (αρκούσαν οι περισσότερες ψήφοι απ' όπου κι αν προέρχονταν) με εγγυήσεις για τα δικαιώματα της μειονότητας. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα θεώρησε αυτές τις προτάσεις ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισμού των δικαιωμάτων της.

ο Μακάριος

Στο μεταξύ ο Μακάριος, αν και πρόεδρος όλης της Κύπρου και αν και είχε υπογράψει και ο ίδιος τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του για το καθεστώς που προέβλεπαν και για την «ανάγκη» συνύπαρξης και των δύο κοινοτήτων. Έδειχνε στους λόγους του και στις δημόσιες εμφανίσεις του κατ' επανάληψιν ότι εκπροσωπεί μόνο τους Ελληνοκυπρίους και ότι πρώτο του μέλημα είναι τα δικά τους συμφέροντα, συντηρώντας έτσι την ένταση μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία του στις 4 Σεπτεμβρίου 1962 στο χωριό Παναγιά στην επαρχία Πάφου, από όπου καταγόταν, στην οποία είπε μεταξύ άλλων...

Το Σύνταγμα

Το Σύνταγμα προέβλεπε την επάνδρωση της Δημόσιας Διοίκησης με Τουρκοκυπρίους σε ποσοστό 30%. Η ελληνοκυπριακή πλευρά κωλυσιεργούσε στο διορισμό Τουρκοκυπρίων με το επιχείρημα ότι δεν είχαν τα αναγκαία προσόντα, με αποτέλεσμα τρία χρόνια μετά να μην έχει επιτευχθεί ακόμη η ποσόστωση. Στο συνταγματικό δικαστήριο της Κύπρου εκκρεμούσαν το 1963 2.000 προσφυγές Τουρκοκυπρίων για τον διορισμό τους στη δημόσια διοίκηση. Άλλα σημεία διαφωνίας ήταν η σύσταση και οργάνωση μικτού κυπριακού στρατού και η οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι Τουρκοκύπριοι με τη στήριξη της Τουρκίας επέμεναν στη σύσταση εθνικά αμιγών δήμων και τον διαχωρισμό του πληθυσμού. Αιτία ήταν ότι οι τουρκοκυπριακοί δήμοι που θα δημιουργούνταν θα ήταν οι μόνοι φορείς εξουσίας, στους οποίους δε θα είχαν την πλειοψηφία οι Ελληνοκύπριοι. Το αίτημά τους είχε γίνει δεκτό και είχαν περιληφθεί σχετικές διατάξεις στο νέο Σύνταγμα. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρούσε τη δημιουργία αμιγών δήμων ως την αρχή της διαίρεσης του νησιού και αρνήθηκε να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Άλλο ζήτημα ήταν οι φορολογικοί νόμοι. Οι φορολογικοί νόμοι έπρεπε να εγκριθούν από τους αντιπροσώπους και των δύο κοινοτήτων. Η κυβέρνηση έφερε πρόταση νόμου στη Βουλή των Αντιπροσώπων για τη θέσπιση ενός μόνιμου φορολογικού καθεστώτος, η τουρκοκυπριακή μερίδα των βουλευτών όμως, της οποίας η σύμπραξη ήταν κατά το Σύνταγμα αναγκαία για την ψήφιση νόμων, αρνούνταν οποιαδήποτε συνεργασία και επιθυμούσε προσωρινούς νόμους βραχύχρονης διάρκειας, ώστε να παραμείνει η εκκρεμότητα και διατηρήσει τη διαπραγματευτική της δύναμη στο νέο κράτος. Αποτέλεσμα ήταν τελικά να μην υπάρχει η αναγκαία συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων για τη λειτουργία του πολιτεύματος και του κράτους εν γένει.